ἄοπλοι

ἄοπλοι
ἄοπλος
without heavy armour on
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Μάτσης, Κυριάκος — (Παλαιχώρι Λευκωσίας 1926 – Κάτω Δίκωμο 1958). Κύπριος αγωνιστής του απελευθερωτικού αγώνα 1955 59. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στη συνέχεια σπούδασε στη γεωπονική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επιστρέφοντας… …   Dictionary of Greek

  • Μουτσάκης ή Μητσάκης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών από τους Κάμπους της Κυδωνίας. 1. Δημήτριος (περ. 1775 – 1823;). Κρητικός οπλαρχηγός. Πολύ νέος άφησε την πατρίδα του και πήγε στη Χίο, όπου και εγκαταστάθηκε. Όταν άρχισε η Επανάσταση πήρε μέρος στις πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”